- κογχαλίζω
- κογχαλίζω (Α)(για τα κοχύλια) μουρμουρίζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < κόγχη, κατά το κροταλίζω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κογχαλίζειν — κογχαλίζω jester pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόγχη — και κόχη, η (AM κόγχη) 1. το κέλυφος τών μαλακίων υδροβίων και ιδιαίτερα τών διθύρων, κοχύλι, όστρακο («ἰχθύες τε ἐν ἀμφοτέροις ἔνεισι καὶ κόγχαι», Ξεν.) 2. καθετί που μοιάζει με κοχύλι ως προς το σχήμα και ιδιαίτερα κάθε κοίλωμα οστού ή οργάνου… … Dictionary of Greek